Νιμρούδ

Νιμρούδ
Ονομασία λοφίσκων της Ασσυρίας, οι οποίοι αποτελούν τα τελευταία των αντερεισμάτων του όρους Τζεμπέλ-Μακλούμπ και βρίσκονται στη συμβολή των ποταμών Τίγρη και Άνω Ζαμπ, νότια της αρχαίας Νινευί. Τα ερείπια που υπάρχουν στην περιοχή αυτή, ταυτίζονται προς την ασσυριακή πόλη Νιμρόδ και την παλαιότερη Καλάχ ή Καλχ. Η αρχική πόλη χτίστηκε από τον Σαλμανασάρ A’ (1300 π.Χ.) και ξαναχτίστηκε αργότερα από τον Ασουρνασιρπάλ (885-860 π.Χ.). Μεταγενέστερα εξωραΐστηκε από τον βασιλιά Σαργκόν (668 π.Χ.), και άλλους, οι οποίοι κατά περιόδους έκαναν την πόλη έδρα του ασσυριακού κράτους και κέντρο της στρατιωτικής τους δύναμης. Οι ανασκαφές στο χώρο αυτό άρχισαν το 1846 από τον Όστιν Χένρι Λαγιάρ και έφεραν στο φως σπουδαία ευρήματα, που βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό μουσείο. Τα σπουδαιότερα μνημεία της περιοχής που βρέθηκαν στις ανασκαφές είναι το μεγαλοπρεπέστερο ανάκτορο του Ασουρνασιρπάλ το οποίο ανοικοδομήθηκε μετά από το Σαργκόν, έκτασης 350 τ. ποδιών, το ανάκτορο του Σαλμανασάρ B’ του Τιγκλάτπιλ - Ασάρ, κατά το εσωτερικό του υψιπέδου, το ατέλειωτο ανάκτορο του Ασσαρχαδών, στη νοτιοδυτική γωνία του υψιπέδου, ένα μικρό ανάκτορο που χρονολογείται έως πολύ μεταγενέστερο από εκείνο του Ασουρνασιρπάλ και ο ναός Εζιντά (812 - 783), αφιερωμένος στον θεό Νεβό. Γύψινο άγαλμα από τις ανασκαφές στην περιοχή του Νιμρούδ της Ασσυρίας, χαρακτηριστικό της τεχνοτροπίας των καλλιτεχνών της εποχής, που συνδυάζει τον ρεαλισμό με τη στατικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Σαλμανασάρ — Όνομα βασιλιάδων της Ασσυρίας, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Ο A’. Γιος και διάδοχος του Αντάντ Νιραρί A’ (περ. 1273 περ. 1244 π.Χ.). Κατάκτησε τη Ν. Αρμενία, τη Β. Μεσοποταμία και τη Δ. Μικρά Ασία, και αφαίρεσε την Καρκεμίς από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”